-
1 κώπη
κώπ-η, ἡ,A handle (v. fin.); esp.1 handle of an oar, Hsch.: hence, the oar itself (not in Il.),ἐμβαλέειν κώπῃς Od.9.489
;κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα.. τύπτετε 12.214
, cf. Sapph.120, etc.;οἱ τὰς κ. ξύοντες Thphr. HP5.1.6
, cf. κωποξύστης; κώπαν σχάσον, metaph., 'stay thy hand', Pi.P.10.51; νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = θαλαμίτης, metaph., of a man of low rank, A.Ag. 1618;πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων S.Tr. 561
; παραπέμπειν ἐφ' ἕνδεκα κώπαις, a prov. of dub. origin, meaning 'to escort with all the honours', Ar.Eq. 546, cf. Eust.1540.44, Suid. s.v. ἐφ' ἕνδεκα; κώπαισι πλεῖν take to the oars, when the wind fails, Men. 241;κώπαις ποιεῖσθαι τὸν πλοῦν Arist.IA 710a19
: poet., to express ships, κλεινᾷ σὺν κώπᾳ, of Agamemnon's fleet, E.IT 140 (lyr.), cf. Hel. 1272, 1452 (lyr.).2 handle of a sword, hilt,ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il.1.219
, cf. Od.8.403;ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην 11.531
;χεῖρα κώπης ἐπιψαύουσαν S.Ph. 1255
;φάσγανον κώπης λαβών E.Hec. 543
.5 handle or spoke by which a mill is turned, PSI5.530.10 (iii B.C.), Agatharch.26, PRyl.167.11 (i A.D.), Luc.Asin.42.6 haft of a whip, Hsch.s.v. Κερκυραία μάστιξ. -
2 ἐρέσσω
ἐρέσσω, Plu.2.1128c, Pomp.73, Cic.47, rarely [suff] ἐρεό-ττω, Luc.Cont.I, al. (earlier ἐλαύνω): [dialect] Ep. [tense] impf.Aἔρεσσον Od.11.78
: [tense] aor.ἤρεσα A.R. 1.1110
, ([etym.] δι-) Od.12.444, ἤρεσσα ([etym.] δι-) 14.351 : ([etym.] ἐρέτης):—row,ἄνδρας ἐρεσσέμεναι μεμαῶτας Il.9.361
;οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον Od.9.490
, 12.194 ;ἐρετμόν, τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον 11.78
;πομπίμοις κώπαις ἐ. S. Tr. 561
;ἤρεσαν ἐς λιμένα A.R.1.1110
; of birds flying,πτεροῖς ἐ. E.IT 289
: abs., Id. Ion 161 (lyr.); [ ναυτίλος]οὖλος ἐρέσσων ποσσίν Call.Epigr.6.5
.II trans., speed by rowing: metaph., γόων..ἐρέσσετ'.. πόμπιμον χεροῖν πίτυλον ply with your hands the measured stroke of lamentation, A.Th. 855 (cf.ἔρεσσ' ἔρεσσε καὶ στέναζ' Id.Pers. 1046
):—[voice] Pass., ναῦς ἠρέσσετο ib. 422, cf. Supp. 723, A.R.1.633 ; of birds,πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι A.Ag.52
.2 generally, put in quick motion, ply, (anap.), AP10.22 ([place name] Bianor); γεωτόμον ὅπλον ib.101 (Id.): metaph.,τοίας ἐρέσσουσιν ἀπειλὰς.. καθ' ἡμῶν S.Aj. 251
(lyr.);ἐ. μῆτιν Id.Ant. 158
(anap.):—[voice] Pass., of a bow, to be plied, handled, Id.Ph. 1135 (lyr.); of Io, driven onward,A.
Supp. 541 (lyr.).
См. также в других словарях:
λαίφος — το (Α λαῑφος) νεοελλ. ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα αρχ. 1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις… … Dictionary of Greek